- πολίοθριξ
- πολίο-θριξ, τρῐχος, ὁ, ἡ,A greyhaired,
ἱέρειαι Str.7.2.3
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἱέρειαι Str.7.2.3
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πολιόθριξ — τριχος, β, ή, ΜΑ αυτός που έχει ψαρές τρίχες στο κεφάλι του, γκριζομάλλης («προμάντεις ἱέρειαι πολιότριχες», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολιός «ψαρός, υπόλευκος» + θριξ (< θρίξ, τριχός), πρβλ. λευκό θριξ] … Dictionary of Greek
πολιότριχα — πολιόθριξ masc/fem acc sg πολιότριχος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολιότριχες — πολιόθριξ masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολιότριχος — πολιόθριξ masc/fem gen sg πολιότριχος masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολιός — ά, ό / πολιός, ά, όν, ΝΜΑ, ποιητ. τ. θηλ. και ος, ανωμ. τ. θηλ. πολιάς, άδος, Α 1. (ιδίως για τρίχες) υπόλευκος, φαιός, ασπριδερός, ψαρός, γκρίζος («ἕσσατο δ ἔκτοσθεν ῥινὸν πολιοῑο λύκοιο», Ομ. Ιλ.) 2. (για πρόσ.) αυτός που έχει ψαρές ή λευκές… … Dictionary of Greek